πανζουρλισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πανζουρλισμός οι πανζουρλισμοί
      γενική του πανζουρλισμού των πανζουρλισμών
    αιτιατική τον πανζουρλισμό τους πανζουρλισμούς
     κλητική πανζουρλισμέ πανζουρλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πανζουρλισμός < παν- + ζούρλα + -ισμός
Πρωτοαπαντά το 1896 (Κουμανούδης Στέφανος, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών, τ. Β, σελ. 764)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πανζουρλισμός αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]