παρυφή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρυφή οι παρυφές
      γενική της παρυφής των παρυφών
    αιτιατική την παρυφή τις παρυφές
     κλητική παρυφή παρυφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παρυφή < (ελληνιστική κοινήπαρυφή < παρά + ὑφή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παρυφή θηλυκό

  1. μια μικρή λωρίδα στην άκρη ενός υφάσματος
     συνώνυμα: ούγια
  2. (μεταφορικά) η άκρη μιας έκτασης ή περιοχής
    ※  Ευρείας έκτασης ανάλογα προϊόντα συναντώνται στις παρυφές της ορεινής περιοχής ανάντη της Αταλάντης. (Χρήστος Αγγελίδης, Τεχνικογεωλογικές συνθήκες ευρύτερης περιοχής Αταλάντης Ν. Φθιώτιδας, τεύχος 17, 1992, σελ. 108)
     συνώνυμα: εσχατιά, σύνορο, απόληξη, χείλος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]