πενηντάρικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πενηντάρικο < πενηντάρ(ι) + -ικο
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pe.ninˈda.ɾi.ko/ & /pe.inˈda.ɾi.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐νη‐ντά‐ρι‐κο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πενηντάρικο ουδέτερο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε και τη λέξη πενήντα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πενηντάρικο
|