πεντακοσάρικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πεντακοσάρικο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πεντακοσάρικο ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε και τη λέξη πενήντα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πεντακοσάρικο
|