πιάτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιάτο τα πιάτα
      γενική του πιάτου των πιάτων
    αιτιατική το πιάτο τα πιάτα
     κλητική πιάτο πιάτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πιάτο με γλυκά.
Διακοσμητικό πιάτο.
Δορυφορικό πιάτο.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πιάτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική piatto < λατινική platus < αρχαία ελληνική πλατύς (αντιδάνειο) [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpça.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πιά‐το

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πιάτο ουδέτερο

  1. (κουζινικά) σκεύος στο οποίο σερβίρουμε φαγητό, γλυκό ή φρούτα
    βαθύ πιάτο, ρηχό πιάτο, σερβίτσιο πιάτων
    ※  Κοσμηματοπωλεία, παλαιοπωλεία, υφασματοπωλεία, μαγαζιά που πουλούσαν πολύχρωμες μαντίλες, άλλα με δερμάτινα ρούχα και τζιν, με διακοσμητικά πήλινα πιάτα τοίχου, με πλεχτές τσάντες, χριστιανικές εικόνες, γκραβούρες με τοπία της Πόλης, τάβλια, πολύχρωμες λάμπες, πολυελαίους και φανάρια· υπήρχαν και καφενεία, ζαχαροπλαστεία με μπακλαβαδάκια, τουλούμπες, σεκέρ παρέ, κανταΐφια, κόκκους καφέ και λουκούμια με ροδέλαιο. Όλα τα καλά του κόσμου.
    (Χρύσα Σπυροπούλου (2015). Το μυστήριο της Κωνσταντινούπολης. Ελλάδα: Εκδόσεις Καστανιώτη, ISBN: 9789600358797, @google.books)
    → δείτε και τη λέξη πινάκιο [2]
  2. (κατ’ επέκταση) η ποσότητα τροφής που χωράει σε αυτό
    Έφαγε δύο πιάτα μακαρόνια.
  3. (συνεκδοχικά) το κάθε φαγητό που σερβίρεται στο τραπέζι
    πρώτο / δεύτερο / τρίτο πιάτο
    Δημιουργήσαμε καινούριο πιάτο για χορτοφάγους.
  4. (μεταφορικά) αντικείμενο που μοιάζει ή θυμίζει πιάτο
    1. κεραία δορυφορικής λήψης
    2. (μουσικό όργανο) (κυρίως στον πληθυντικό: πιάτα) πιατίνι ή κύμβαλο
    3. τάσι αυτοκινήτου

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

πιάτα και πιατικά: δείτε

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. πιάτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013., σελ. 456