τοπίο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τοπίο τα τοπία
      γενική του τοπίου των τοπίων
    αιτιατική το τοπίο τα τοπία
     κλητική τοπίο τοπία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
πίνακας που απεικονίζει τοπίο

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τοπίο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τοπίον < ελληνιστική κοινή τόπιον (αγροτεμάχιο) < αρχαία ελληνική τόπος
για τη ζωγραφική < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική paysage

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /toˈpi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: το‐πί‐ο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τοπίο ουδέτερο

  1. τόπος / έκταση που θεωρείται ως μια ενότητα από κάποιον παρατηρητή
  2. (ζωγραφική) πίνακας ζωγραφικής με θέμα μια τέτοια έκταση
    ※  Κοσμηματοπωλεία, παλαιοπωλεία, υφασματοπωλεία, μαγαζιά που πουλούσαν πολύχρωμες μαντίλες, άλλα με δερμάτινα ρούχα και τζιν, με διακοσμητικά πήλινα πιάτα τοίχου, με πλεχτές τσάντες, χριστιανικές εικόνες, γκραβούρες με τοπία της Πόλης, τάβλια, πολύχρωμες λάμπες, πολυελαίους και φανάρια· υπήρχαν και καφενεία, ζαχαροπλαστεία με μπακλαβαδάκια, τουλούμπες, σεκέρ παρέ, κανταΐφια, κόκκους καφέ και λουκούμια με ροδέλαιο. Όλα τα καλά του κόσμου.
    (Χρύσα Σπυροπούλου (2015). Το μυστήριο της Κωνσταντινούπολης. Ελλάδα: Εκδόσεις Καστανιώτη, ISBN: 9789600358797, @google.books)
     συνώνυμα: τοπιογραφία
  3. (μεταφορικά) η κατάσταση και οι ιδιαιτερότητες που παρατηρούνται σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη τόπος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]