πλάστης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Πλάστης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πλάστης οι πλάστες
      γενική του πλάστη των πλαστών
    αιτιατική τον πλάστη τους πλάστες
     κλητική πλάστη πλάστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpla.stis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλά‐στης

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
πλάστης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πλάστης (αρχαία σημασία: αυτός που φτιάχνει καλούπια)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πλάστης αρσενικό (θηλυκό πλάστρια)

  1. αυτός που δημιουργεί
  2. (επάγγελμα) ο εργάτης που ασχολείται με το πλάσιμο ειδών (κυρίως) από ζύμη

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
ξύλινος πλάστης με λαβές
πλάστης < πλάθω, πλασ- + -της

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πλάστης αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πλάστης οἱ πλάσται
      γενική τοῦ πλάστου τῶν πλαστῶν
      δοτική τῷ πλάστ τοῖς πλάσταις
    αιτιατική τὸν πλάστην τοὺς πλάστᾱς
     κλητική ! πλάστ πλάσται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πλάστ
γεν-δοτ τοῖν  πλάσταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλάστης < πλάσσω / πλάττω, πλασ- + -της

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πλάστης αρσενικό

  1. αυτός που φτιάχνει καλούπια
    ※  1ος/2ος αιώνας κε Πλούταρχος, Περικλής, 12.6@scaife.perseus
    ὅπου γὰρ ὕλη μὲν ἦν λίθος, χαλκός, ἐλέφας, χρυσός, ἔβενος, κυπάρισσος, αἱ δὲ ταύτην ἐκπονοῦσαι καὶ κατεργαζόμεναι τέχναι, τέκτονες, πλάσται, χαλκοτύποι, λιθουργοί, βαφεῖς, χρυσοῦ μαλακτῆρες καὶ ἐλέφαντος, ζωγράφοι, ποικιλταί, τορευταί, πομποὶ δὲ τούτων καὶ κομιστῆρες, ἔμποροι καὶ ναῦται καὶ κυβερνῆται κατὰ θάλατταν,
  2. (ελληνιστική σημασία) ο δημιουργός, ο πλάστης

Σύνθετα

[επεξεργασία]