πλήρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πλήρωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πλήρωμα ουδέτερο
- το προσωπικό, το σύνολο των ατόμων που χρησιμοποιείται σε ένα μεταφορικό μέσο εάν κατά τη μετακίνησή του χρειάζεται τουλάχιστον πάνω από ένα άτομο
- (ειδικότερα) το προσωπικό εκτός από τον επικεφαλής (καπετάνιο, κυβερνήτη κλπ)
- (εκκλησιαστική έκφραση) το σύνολο των πιστών του χριστιανισμού
- (καταχρηστικά) η πληρωμή
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σύνολο προσωπικού
εκκλησιαστική έκφραση