πλεονάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πλεονάζω < αρχαία ελληνική πλεονάζω
Ρήμα
[επεξεργασία]πλεονάζω
- (γενικότερα) είμαι σε μεγαλύτερη ποσότητα από αυτήν που χρειάζεται
- (ειδικότερα) περισσεύω