πολλαπλασιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πολλαπλασιάζω < αρχαία ελληνική πολλαπλασιάζω < πολλαπλάσιος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /po.la.pla.siˈa.zo/

πολλαπλασιάζω (μεσοπαθητικό πολλαπλασιάζομαι)

  1. μεγαλώνω κάτι πολλές φορές αυξάνοντας το μέγεθος, τον αριθμό ή και την ποσότητά του
  2. δημιουργώ πολλά πανομοιότυπα αντίγραφα χρησιμοποιώντας κάποιο πρωτότυπο
  3. εντείνω, αυξάνω, επαυξάνω μια ενέργειά μου
  4. (μαθηματικά) εκτελώ την πράξη του πολλαπλασιασμού με αριθμούς ή αλγεβρικές παραστάσεις

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]