πολυετώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολυετώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα πολυετῶς < αρχαία ελληνική πολυετ(ής) + -ῶς > -ώς
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /po.li.eˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λυ‐ε‐τώς
Επίρρημα
[επεξεργασία]πολυετώς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πολυετώς
|
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ώς (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Χρειάζονται παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)