προεκλογικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προεκλογικά < προεκλογικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
προεκλογικά
- κατά την προεκλογική περίοδο, πριν από τις εκλογές
- προεκλογικά το κόμμα δεσμεύτηκε να μην επιβάλει σκληρά μέτρα, αλλά μετεκλογικά…
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προεκλογικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
προεκλογικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του προεκλογικός