προεμμηνορροϊκά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προεμμηνορροϊκά < προεμμηνορροϊκός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]προεμμηνορροϊκά
- στην προεμμηνορροϊκή κατάσταση ή περίοδο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προεμμηνορροϊκά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]προεμμηνορροϊκά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του προεμμηνορροϊκός