πρόκα τελλομένου ἔτεος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρόκα τελλομένου ἔτεος: πρόκα (αμέσως), τελλομένου, γενική ενικού ουδέτερου της μετοχής τελλόμενος του τέλλω στη σημασία: ολοκληρώνω & ἔτεος, γενική ενικού του ἔτος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   χαρακτηρισμός σύνταξης

Έκφραση

[επεξεργασία]

πρόκα τελλομένου ἔτεος