ρεζερβέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ρεζερβέ άκλιτο
- αυτός που είναι αγκαζαρισμένος, που έχει κρατηθεί
- το εστιατόριο ανοίγει την είσοδο στους θαμώνες του κατόπιν ρεζερβέ
- που βάζω κατά μέρος, που βάζω στην άκρη, έχω ως εφεδρεία
- άσε ένα απόθεμα ρεζερβέ για ώρα έκτακτης ανάγκης