reserved

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός reserved
συγκριτικός more reserved
υπερθετικός most reserved

reserved (en)

  1. συγκρατημένος στις εκδηλώσεις του
  2. κρατημένος, ρεζερβέ
  3. δεσμευμένος
  4. (πληροφορική) δεσμευμένος
    The name of the table cannot start with sqlite_ because it is reserved for the internal use of SQLite.[1]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

πληροφορική : reserved word, reserved identifier

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

reserved (en)

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. (αγγλικά) SQLite Create Table, πρόσβαση:2020-01-18