ρωμαίικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρωμαίικος < Ρωμιός
Επίθετο
[επεξεργασία]ρωμαίικος -η, -ο
- που σχετίζεται με τους Ρωμιούς (τους Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όσο και γενικότερα) ή αναφέρεται σε αυτούς· ελληνικός
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]- ρωμαίϊκος (παρωχημένο)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Ρωμαίικο (τοπωνύμιο)