ρώγα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ρόγα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρώγα οι ρώγες
      γενική της ρώγας των ρωγών
    αιτιατική τη ρώγα τις ρώγες
     κλητική ρώγα ρώγες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ρώγα < αρχαία ελληνική ῥώξ, αιτιατική: ῥῶγα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɾo.ɣa/
Ομόηχο: ρόγα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ρώγα θηλυκό

  1. ο μικρός σε μέγεθος σφαιρικός καρπός του τσαμπιού ενός σταφυλιού
    Σὲ μιὰ ρῶγα ἀπὸ σταφύλι / ἔπεσαν ὀχτὼ σπουργῖτες / καὶ τρωγόπιναν οἱ φίλοι...
    τσίρι-τίρι, τσιριτρό, / τσιριτρί, / τσιριτρό
        (πρωτότυπο)
    Σε μια ρώγα από σταφύλι / έπεσαν οχτὼ σπουργίτες / και τρωγόπιναν οι φίλοι...
    τσίρι-τίρι, τσιριτρό, / τσιριτρί, / τσιριτρό
        (μεταγραφή σε μονοτονικό [1])
    (Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Τα ψηλά βουνά, 1918. κεφ.3)
     συνώνυμα: σταφυλόρωγα
  2. η θηλή του μαστού
     συνώνυμα: ράγα
  3. το ακροδάχτυλο από την εσωτερική του πλευρά

Παροιμίες

[επεξεργασία]
  • μάζευε, κι ας είν' και ρώγες:

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • Συχνά συγχέεται με το ομόηχο ρόγα που σημαίνει: αμοιβή βοσκού.
  • Πολυτονική γραφή: ρῶγα ή ῥῶγα.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Το ποίημα είχε μελοποιηθεί από τον Γεώργιο Λαμπελέτ. Παρτιτούρα, ήχος στη Βικιθήκη. Ακουστικό αρχείο φιλοξενείται στην ιστοσελίδα αναθεωρημένης έκδοσης της Διεύθυνσης Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Ηρακλείου. (πρόσβαση:2018.09.29.)