grain

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
grain grains

grain (en)

  1. (ΗΠΑ) τα δημητριακά (δεν έχει πληθυντικό)
  2. ο σπόρος δημητριακών
  3. ο κόκκος (άμμου, αλατιού κτλ.)
  4. τα νερά του ξύλου ή άλλου υλικού (μοτίβα)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
grain grains

grain (fr) αρσενικό

  1. ο κόκκος
  2. το σπυρί, ο σπόρος
  3. η ρώγα
  4. η μπόρα, η λαίλαπα

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Επίθετο

[επεξεργασία]

grain

→ δείτε τη λέξη graim