σίτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σῖτος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σίτος τα σιτάρια
      γενική του σίτου των σιταριών
    αιτιατική τον σίτο τα σιτάρια
     κλητική σίτε σιτάρια
Ο πληθυντικός αναπληρώνεται από το σιτάρι.
Και στα αρχαία ελληνικά, δείτε ὁ σῖτος - τὰ σῖτα.
όπως «σίτος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

σίτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σῖτος. Δείτε και το σιτάρι.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σίτος αρσενικό

  1. (φυτό, λόγιο) φυτό της οικογένειας των δημητριακών
  2. ο καρπός του φυτού αυτού από τον οποίο παράγεται το αλεύρι

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

και

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]