σαλπιγκτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σαλπιγκτής < σαλπίζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σαλπιγκτής αρσενικό
- αυτός που σαλπίζει
- ο στρατιώτης που σαλπίζει παραγγέλματα (π.χ. έγερσης, ανάπαυσης, ασκήσεις) με τη σάλπιγγα
- (μεταφορικά) αυτός που διακηρύσσει κάτι σημαντικό
- σαλπιγκτής ειρήνης