σαλπιγκτής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σαλπιγκτής οι σαλπιγκτές
      γενική του σαλπιγκτή των σαλπιγκτών
    αιτιατική τον σαλπιγκτή τους σαλπιγκτές
     κλητική σαλπιγκτή σαλπιγκτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σαλπιγκτής < σαλπίζω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σαλπιγκτής αρσενικό

απεικόνιση σαλπιγκτή
σαλπιγκτής ειρήνης

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]