σοβατεπί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σοβατεπί τα σοβατεπιά
      γενική του σοβατεπιού των σοβατεπιών
    αιτιατική το σοβατεπί τα σοβατεπιά
     κλητική σοβατεπί σοβατεπιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ξύλινο σοβατεπί.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σοβατεπί < (άμεσο δάνειο) τουρκική sıvadibi

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /so.va.teˈpi/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σοβατεπί ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]