σουβατεπί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σουβατεπί | τα | σουβατεπιά |
γενική | του | σουβατεπιού | των | σουβατεπιών |
αιτιατική | το | σουβατεπί | τα | σουβατεπιά |
κλητική | σουβατεπί | σουβατεπιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σουβατεπί ουδέτερο
- άλλη μορφή του σοβατεπί