στεφανοθήκη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στεφανοθήκη οι στεφανοθήκες
      γενική της στεφανοθήκης των στεφανοθηκών
    αιτιατική τη στεφανοθήκη τις στεφανοθήκες
     κλητική στεφανοθήκη στεφανοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στεφανοθήκη < στέφαν(α) + -ο- + -θήκη
Στεφανοθήκη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στεφανοθήκη θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]