συμβασιοκράτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμβασιοκράτης < συμβασιοκρατία + -κράτης (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική conventionalist)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συμβασιοκράτης αρσενικό ή θηλυκό
- (φιλοσοφία) οπαδός της συμβασιοκρατίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συμβασιοκράτης
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κράτης (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)