συμβασιοκρατία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συμβασιοκρατία < σύμβασις + -ο- + -κρατία (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική conventionalism)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συμβασιοκρατία θηλυκό
- (φιλοσοφία, μαθηματικά) φιλοσοφική θεωρία που υποστηρίζει ότι πολλές από τις θεμελιώδεις αρχές, νόρμες και έννοιες, όπως οι μαθηματικές αλήθειες ή οι ηθικοί κανόνες, βασίζονται σε κοινωνικές συμφωνίες και συμβάσεις, αντί να είναι αντικειμενικά αληθείς ή εγγενώς σωστές
Συγγενικά
[επεξεργασία]- συμβασιοκράτης
- συμβασιοκρατικός
- → δείτε τις λέξεις σύμβαση, βαίνω και κράτος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- conventionalism στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συμβασιοκρατία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κρατία (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)