συμπαρασέρνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμπαρασέρνω < συμπαρασύρω + σέρνω < ελληνιστική κοινή συμπαρασύρω < αρχαία ελληνική παρασύρω < παρά + σύρω

Ρήμα[επεξεργασία]

συμπαρασέρνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]