συντέμνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συντέμνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συντέμνω < συν- + τέμνω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sinˈde.mno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐ντέ‐μνω
τυπογραφικός συλλαβισμός: συν‐τέ‐μνω

συντέμνω, πρτ.: συνέτεμνα, αόρ.: συνέτμησα, παθ.φωνή: συντέμνομαι, π.αόρ.: συντμήθηκα, μτχ.π.π.: συντετμημένος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις συν και τέμνω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συντέμνω < συν- + τέμνω

συντέμνω

  1. κομματιάζω, λιγοστεύω, περικόπτω
  2. συγκόπτω, συντέμνω
  3. συντομεύω

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]