σφάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σφάζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σφάζω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsfa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σφά‐ζω

σφάζω, πρτ.: έσφαζα, στ.μέλλ.: θα σφάξω, αόρ.: έσφαξα, παθ.φωνή: σφάζομαι, μτχ.π.π.: σφαγμένος

  1. σκοτώνω άνθρωπο ή ζώο χρησιμοποιώντας μαχαίρι, συνήθως στο λαιμό
  2. (οικείο) προκαλώ υπερβολικό πόνο σαν μαχαίρωμα
  3. (μεταφορικά) πληγώνω ψυχικά
  4. (παθητική φωνή, αλληλοπαθητικό) → δείτε τη λέξη σφάζομαι

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σφάζω < λείπει η ετυμολογία

σφάζω

  1. σφάζω, σκοτώνω διά σφαγής
  2. (γενικότερα) φονεύω, δολοφονώ
  3. σφαγιάζω ζώα που προορίζονται για θυσία
  4. (για άγρια ζώα) ξεσκίζω από το λαιμό
  5. (μεταφορικά) βασανίζω

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

θέμα σφᾰγ-

θέμα σφακ-

θέμα σφαξ-

Σύνθετα

[επεξεργασία]