σόμπα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σόμπα οι σόμπες
      γενική της σόμπας των σομπών
    αιτιατική τη σόμπα τις σόμπες
     κλητική σόμπα σόμπες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σόμπα που καίει ξύλα
σόμπα που καίει κάρβουνα

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
σόμπα < (άμεσο δάνειο) τουρκική soba < ουγγρική szoba (δωμάτιο) < παλαιά άνω γερμανική stuba < πρωτογερμανική *stubō (=δωμάτιο, καθιστικό, φούρνος)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σόμπα θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
σόμπα < ιαπωνική そば ή 蕎麦

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σόμπα ουδέτερο άκλιτο

  1. ιαπωνικά νουντλ από φαγόπυρο
  2. ιαπωνική ποικιλία φαγόπυρου (αντέχει σε φτωχό και κρύο έδαφος, όμως δεν είναι αποδοτικό όσο το σιτάρι)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]