τιμοδοσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τιμοδοσία θηλυκό
- (προγραμματισμός) ή αλλιώς τιμοδότηση[1] η ανάθεση τιμής
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τιμοδοσία