τιμοδότηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τιμοδότηση | οι | τιμοδοτήσεις |
γενική | της | τιμοδότησης* | των | τιμοδοτήσεων |
αιτιατική | την | τιμοδότηση | τις | τιμοδοτήσεις |
κλητική | τιμοδότηση | τιμοδοτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τιμοδοτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τιμοδότηση θηλυκό
- (προγραμματισμός) ή αλλιώς τιμοδοσία,[1] η ανάθεση τιμής
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τιμοδότηση