τσουβαλιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσουβαλιάζω < τσουβάλι + -ιάζω

τσουβαλιάζω (παθητική φωνή: τσουβαλιάζομαι)

  1. (οικείο) τοποθετώ κάτι σε τσουβάλι
     συνώνυμα: σακιάζω
  2. (μεταφορικά) τοποθετώ πολλούς ή πολλά μαζί σ’ ένα χώρο, στριμώχνω
  3. (λαϊκότροπο) (αργκό) συλλαμβάνω
     συνώνυμα: μπουζουριάζω
  4. (λαϊκότροπο) εξαπατώ, παραπλανώ, παρασέρνω
  5. (λαϊκότροπο) αντιμετωπίζω όλα ή όλους με τον ίδιο τρόπο, έστω κι αν το καθένα ξεχωριστά απαιτεί ειδική αντιμετώπιση

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]