φημίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φημίζομαι < φήμη

φημίζομαι

  1. είμαι γνωστός για κάτι, είμαι καλός σε κάτι
    φημίζεται για το μπακλαβά του

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]