φωτερά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fo.teˈɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐τε‐ρά
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- φωτερά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου φωτερός στον πληθυντικό (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φωτερά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα μάτια [1]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φωτερά
→ δείτε τη λέξη μάτι |
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]φωτερά (τροπικό επίρρημα)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φωτερά
→ δείτε τη λέξη φωτεινά |
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]φωτερά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φωτερό
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.