χασίς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
μία πλάκα χασίς

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χασίς < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική حشیش (hašiš) (τουρκική haşiş) < αραβική حَشِيش (ḥašīš, χόρτο, πόα)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χασίς ουδέτερο άκλιτο και χασίσι

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]