χασισέμπορος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χασισέμπορος οι χασισέμποροι
      γενική του χασισέμπορου
χασισεμπόρου
των χασισέμπορων
χασισεμπόρων
    αιτιατική τον χασισέμπορο τους χασισέμπορους
χασισεμπόρους
     κλητική χασισέμπορε χασισέμποροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χασισέμπορος < χασίς + -έμπορος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χασισέμπορος αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]