χασμάομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

χασμάομαι < χάσμα

χασμάομαι

  1. μένω για ώρα με ανοιχτό το στόμα
  2. χασμουριέμαι

Συγγενικά

[επεξεργασία]