χασμουριέμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χασμουριέμαι < αρχαία ελληνική χασμάομαι-χασμῶμαι
Ρήμα
[επεξεργασία]χασμουριέμαι
- ανοίγω πλατιά το στόμα εισπνέοντας και ακολούθως εκπνέω με χαρακτηριστικό ήχο, λόγω κούρασης ή νύστας
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χασμουριέμαι
|