ψωμοτύρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψωμοτύρι | τα | ψωμοτύρια |
γενική | του | ψωμοτυριού | των | ψωμοτυριών |
αιτιατική | το | ψωμοτύρι | τα | ψωμοτύρια |
κλητική | ψωμοτύρι | ψωμοτύρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψωμοτύρι ουδέτερο
- ψωμί και τυρί
- (μεταφορικά) πολύ φτωχό γεύμα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- το έχω ψωμοτύρι - επαναλαμβάνω (λέω ή κάνω) κάτι συνεχώς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψωμοτύρι
|