όχι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
όχι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὄχι < αρχαία ελληνική οὐχί / οὐκί < οὐχ < οὐκ < οὐ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈo.çi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ό‐χι
ομόηχο: Όχη

Επίρρημα

[επεξεργασία]

όχι

  1. για αρνητική απάντηση
    - Θέλεις στραγάλια;
    - Όχι, ευχαριστώ
  2. άρνηση
    όχι καλά / ωραία
    Καταμετρήθηκαν 880.000 όχι' (η αρνητική ψήφος σε δημοψηφίσματα με ερώτημα ναι ή όχι)
  3. πόσο μάλλον, ακόμα περισσότερο
    ήταν πολύ δύσκολη η άσκηση ακόμα και για τελειόφοιτο, όχι για μαθητή πρώτης τάξης!

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

ιδιωματικά:

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • όχι, παίζουμε : χρησιμοποιείται από κάποιον που είναι υπερήφανος για κάποιο κατόρθωμα
- Δεν το περίμενα ότι θα τα κατάφερνες!
- Όχι, παίζουμε!
  • ο εορτασμός του ΟΧΙ : για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940
  • δε θα έλεγα όχι : κατάφαση, θα έλεγα ναι
  • όχι θα κάτσω να σκάσω : δεν πρόκειται να στενοχωρηθώ (δε θα σκάσω από τη στενοχώρια μου)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]