ei

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ei

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ei (et)



Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

[επεξεργασία]

ei (la)

  1. δοτική ενικού, αρσενικού, θηλυκού ή ουδέτερου γένους του is
  2. ονομαστική πληθυντικού, αρσενικού γένους του is
Οριστική Αντωνυμία
ενικός
πτώση αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική is ea id
γενική eius eius eius
δοτική ei ei ei
αιτιατική eum eam id
κλητική - - -
αφαιρετική eo ea eo
πτώση πληθυντικός
ονομαστική ei/ii/i eae ea
γενική eorum earum eorum
δοτική eis/iis eis/iis eis/iis
αιτιατική eos eas ea
κλητική - - -
αφαιρετική eis/iis eis/iis eis/iis
(Οριστικές Αντωνυμίες)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ei (nl)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ei θηλυκό

  1. μέλισσα
    → δείτε τη λέξη ee



Επίρρημα

[επεξεργασία]

ei (fi)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]