алиби

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

алиби (ru)


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

алиби (sr) (λατινική γραφή: alibi) αρσενικό