alibi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Alibi

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

alibi (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

alibi < λατινική alibi

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

alibi (fr) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

alibi (et)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

alibi < λατινική alibi

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

alibi (it)



Επίρρημα

[επεξεργασία]

alibi (la)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

alibi (nl)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
alibi < λατινική alibi

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈlʲibʲi/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

alibi (pl) ουδέτερο, άκλιτο



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

alibi (sr)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

alibi (sl)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

alibi (sv)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
alibi < λατινική alibi

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

alibi (cs) ουδέτερο, άκλιτο



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

alibi (fi)