ἀρκτοτρόφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀρκτοτρόφος < ελληνιστική κοινή ἀρκτοτρόφος
Επίθετο[επεξεργασία]
ἀρκτοτρόφος, -ος, -ον
- (επάγγελμα) που εκτρέφει αρκούδες
- ※ 6ος αιώνας κε ⌘ Procopius, Προκόπιος Καισαρεύς, Henry Bronson Dewing, 1882- translator Cambridge : Harvard Univ. Press, 1914 [1])
- Ἀκάκιος ἦν τις ἐν Βυζαντίῳ θηριοκόμος τῶν ἐν κυνηγεσίῳ θηρίων μοίρας πρασίνων, ὅνπερ ἀρκτοτρόφον καλοῦσιν. οὗτος ὃ ἀνὴρ Ἀναστασίου τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν ἔχοντος ἔτελεύτησε νόσω παίδων οἱ ἀπολελειμμένων τριῶν θήλεος γένους, Κομιτοῦς τε καὶ Θεοδώρας καὶ Ἀναστασίας
- ※ 6ος αιώνας κε ⌘ Procopius, Προκόπιος Καισαρεύς, Henry Bronson Dewing, 1882- translator Cambridge : Harvard Univ. Press, 1914 [1])
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀρκτοτρόφος | τὸ | ἀρκτοτρόφον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀρκτοτρόφου | τοῦ | ἀρκτοτρόφου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀρκτοτρόφῳ | τῷ | ἀρκτοτρόφῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀρκτοτρόφον | τὸ | ἀρκτοτρόφον | ||
κλητική ὦ! | ἀρκτοτρόφε | ἀρκτοτρόφον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀρκτοτρόφοι | τὰ | ἀρκτοτρόφᾰ | ||
γενική | τῶν | ἀρκτοτρόφων | τῶν | ἀρκτοτρόφων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀρκτοτρόφοις | τοῖς | ἀρκτοτρόφοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀρκτοτρόφους | τὰ | ἀρκτοτρόφᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἀρκτοτρόφοι | ἀρκτοτρόφᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀρκτοτρόφω | τὼ | ἀρκτοτρόφω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀρκτοτρόφοιν | τοῖν | ἀρκτοτρόφοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀρκτοτρόφος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἄρκτ(ος) + -ο- + -τρόφος
Επίθετο[επεξεργασία]
ἀρκτοτρόφος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
Πηγές[επεξεργασία]
- ἀρκτοτρόφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Επίθετα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Επαγγέλματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'τοξοβόλος' (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -τρόφος (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Επίθετα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)