ἐντεροκάρδια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐντεροκάρδια < ἐντερο- + καρδ(ία) + (πληθυντικός -ια)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἐντεροκάρδια ουδέτερο στον πληθυντικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]