ἥσσων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἥσσων < ἦκα (ἥκjων = ἥσσων)

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἥσσων, ἥσσων, ἧσσον γενική: ἥσσονος

  • ως συγκριτικός του κακός ή λίγος ή του ἦκα (του τελευταίου με την έννοια του λίγου): χειρότερος, μικρότερος, λιγότερος, ασθενέστερος, υποδεέστερος

Συγγενικά

[επεξεργασία]