Abfassung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Abfassung | die | Abfassungen |
γενική | der | Abfassung | der | Abfassungen |
δοτική | der | Abfassung | den | Abfassungen |
αιτιατική | die | Abfassung | die | Abfassungen |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Abfassung (de) θηλυκό