CPE
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
CPE | CPEs |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- CPE < Certificate of Proficiency in English
Συντομομορφή[επεξεργασία]
CPE (en) αρκτικόλεξο
- (εκπαίδευση) Πιστοποιητικό (Γλωσσικής) Επάρκειας στα Αγγλικά: το υψηλότερο επίπεδο εξετάσεων γλωσσικής επάρκειας στα αγγλικά που απονέμεται από το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ