Empfänger
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Empfänger | die | Empfänger |
γενική | des | Empfängers | der | Empfänger |
δοτική | dem | Empfänger | den | Empfängern |
αιτιατική | den | Empfänger | die | Empfänger |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Empfänger (de) αρσενικό